Η νέα αυτή προσέγγιση ακολουθεί τη φυσική διαδικασία μάθησης της μητρικής γλώσσας από τα μικρά παιδάκια. Είναι μια προοδευτικά εξελικτική διαδικασία, που ξεκινά από την «κατανόηση», προχωράει στην «ομιλία», ακολουθεί το «διάβασμα» και τελικά το «γράψιμο». Έτσι λοιπόν με το JUMP και τα FIRST STEPS, εμείς έχουμε τον τρόπο να κάνουμε τα παιδιά να εξοικειωθούν με τον προφορικό λόγο από την πρώτη στιγμή, και να τα οδηγήσουμε κατόπιν στην εμπλακεί τπθς με το γραπτό λόγο. Εμείς πιστεύουμε ότι η επαφή με την ξένη γλώσσα, πρέπει να αρχίζει όσο το δυνατόν νωρίτερα, ώστε το παιδί να τη βλέπει σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό, όπως και τη μητρική του γλώσσα.

 Έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι τα παιδιά στις ηλικίες μέχρι και 7 ή 8 χρονών έχουν μια έμφυτη ικανότητα να «αρπάζουν» τη ξένη γλώσσα, ακόμη κι αν αυτή η γλώσσα περιέχει ήχους που η μητρική τους δεν τους έχει. Γι αυτό και συστήνουμε ανεπιφύλακτα να αρχίζουν τα παιδάκια τη ξένη γλώσσα, από την ηλικία των 3 ή 4 χρονών, με συμμετοχή στα τμήματα BABY STEPS, που αποτελούν μια ‘full immersion bilingual’ δοκιμασμένη και εξαιρετικά αποδοτική μέθοδο.

Για πολλά χρόνια οι διδασκαλία στα πρωτάκια της αγγλικής γλώσσας άρχιζε με τη αγγλική αλφάβητο. Τα παιδάκια μάθαιναν τα ονόματα των γραμμάτων. Για παράδειγμα, μπορούσαν να απαγγέλλουν σαν ποίημα τα Ά (έι), Β (μπι), C (σι) και ούτω καθεξής. Άυτό συνέβαινε γιατί υπήρχε η τάση να αρχίζουμε από τον γραπτό λόγο, από το βιβλίο και το χαρτί με το μολύβι. Όμως τα 26 γράμματα της αγγλικής αλφάβητου αντιστοιχούν σε 42 διαφορετικούς ήχους, οι οποίοι πάρα πολλές φορές δεν έχουν σχέση με το όνομα του γράμματος. Στη γνωστή σε όλους λέξη CAT, για παράδειγμα, το παιδάκι θα έπρεπε να μάθει ότι το γράμμα C (σι) ακούγεται «Κ».

Γι αυτό έχουμε υιοθετήσει τη μέθοδο διδασκαλίας με τα λεγόμενα «phonics». Πρόκειται για μια μέθοδο, που βάζει τα παιδάκια στη διαδικασία να παίξουν με τους ήχους στη καινούργια τους γλώσσα. Τα παιδιά έχουν μια θαυμαστή ικανότητα να αντιλαμβάνονται αυτούς τους ήχους και εύκολα να τους συνδέουν μετά με τις λέξεις και τελικά με τα γράμματα που θα διαβάσουν ή που θα γράψουν.

Τα παιδιά που έχουν διδαχθεί με αυτό το τρόπο, μπορούν μεγαλώνοντας να διαβάζουν ΣΩΣΤΑ λέξεις που δεν έχουν ξαναδεί και να έχουν σωστή προφορά σε όσα λένε, πράγμα που τα ενθαρρύνει να αποζητούν περισσότερη μάθηση και υψηλότερα επίπεδα γλωσσομάθειας.

Τα παιδιά αυτά δε θα έχουν ανάγκη να ταλαιπωρούνται για ώρες ατέλειωτες στο να παπαγαλίσουν την ορθογραφία των λέξεων. Μια ορθογραφία που ίσως θα την ξεχάσουν λίγες μέρες αργότερα. Άυτά τα παιδιά θα μπορούν όχι μόνον να διαβάσουν μια λέξη που βλέπουν γραμμένη ενώ δεν τη γνωρίζουν, αλλά και να μαντέψουν το ίδιο εύκολα πως γράφεται μια λέξη που ακούν, έστω και για πρώτη φορά. Επομένως, αυτοί οι μαθητές, στο μέλλον, δε θα χρειαστεί να κάνουν της ερώτηση «Κυρία, πως διαβάζεται αυτή η λέξη;

Εμείς είμαστε απόλυτα σίγουροι για αυτή μας την επιλογή. Τώρα δεν μένει παρά και σε σας τους γονείς να πάρετε τη σωστή απόφαση. Εμείς θέλουμε τα παιδιά να ξεφύγουν άμεσα από το «Μαθαίνω να διαβάζω» και να περάσουν το συντομότερο δυνατόν στο «Διαβάζω για να μαθαίνω»! Εμείς έχουμε δει να γίνονται θαύματα!, Εσείς ρωτήστε άλλους γονείς που μας δοκίμασαν και ίσως δημιουργήσετε το δικό σας μικρό «θαυματάκι».