“Παιδί μου να γίνεις αρχιτέκτονας” ή “… να σπουδάσεις και να γίνεις γιατρός” ή “… δικηγόρος” και ούτω καθ’ εξής. Φράσεις που σχεδόν όλοι μας έχουμε ακούσει, κάποιοι από μας μπορεί και να τις έχουν πει και ίσως κάποιοι άλλοι να ετοιμάζονται να τις πουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτοί είναι πράγματι υψηλοί στόχοι!
Το ερώτημα εδώ δεν είναι αυτός καθ’ εαυτός ο στόχος, αλλά ποιος τον θέτει και σε ποια στιγμή. Φανταστείτε τη διαφορά που θα κάνει να ακούσει αυτή τη φράση ένας νέος στα δεκαέξι του χρόνια, με το να την ακούσει ένα παιδάκι στα έξι του. Ο νέος θα το προσλάβει ως πατρική ή μητρική συμβουλή, αλλά το παιδάκι θα το καταγράψει ανεξίτηλα στο υποσυνείδητό του και μεγαλώνοντας θα κάνει αναφορές σε αυτόν το στόχο σαν να είναι μια 100% δική του επιθυμία.
Κάποιοι γονείς μπορεί να αναρωτηθούν, “… και γιατί είναι αυτό κακό;” Θα απαντήσω πως από μόνο του κακό δεν είναι! Όμως προκαθορίζει μια διαδρομή που μπορεί να μην ήταν ποτέ η διαδρομή που θα επέλεγε το συγκεκριμένο παιδί στη ζωή του. Πέραν αυτού, εδώ πρόκειται για μια στοχοθεσία που γίνεται πολύ νωρίς και χωρίς να
λαμβάνονται υπόψιν οι ικανότητες του παιδιού. Για μια φορά ακόμη θα ζητήσω να φανταστείτε πως θα νιώθει ένα παιδί με σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες, στο οποίο εγώ – ο γονιός – του φύτεψα το “όνειρο” να γίνει γιατρός…